νεκροσκοπία

νεκροσκοπία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "νεκροσκοπία" в других словарях:

  • νεκροσκοπία — η εξωτερική, χωρίς νεκροτομία, επισκόπηση πτώματος, νεκροψία, με σκοπό τη διαπίστωση τού θανάτου και την εξακρίβωση τών αιτίων που τόν προκάλεσαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • νεκροσκοπία — η ιατρική εξέταση νεκρού για τη διαπίστωση του θανάτου και των αιτίων του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεκροσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεκροσκοπία ή στον νεκροσκόπο. επίρρ... νεκροσκοπικώς και ά από νεκροσκοπική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • νεκροσκοπείο — το ο τόπος όπου γίνεται η εξέταση νεκρού, η νεκροσκοπία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεκροσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεκροσκοπία: Νεκροσκοπική εξέταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεκροψία — η εξέταση του νεκρού με ανατομική επέμβαση, για τη διαπίστωση των αιτίων του θανάτου, αλλ. νεκροσκοπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»