νεκροσκοπία
Смотреть что такое "νεκροσκοπία" в других словарях:
νεκροσκοπία — η εξωτερική, χωρίς νεκροτομία, επισκόπηση πτώματος, νεκροψία, με σκοπό τη διαπίστωση τού θανάτου και την εξακρίβωση τών αιτίων που τόν προκάλεσαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
νεκροσκοπία — η ιατρική εξέταση νεκρού για τη διαπίστωση του θανάτου και των αιτίων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεκροσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεκροσκοπία ή στον νεκροσκόπο. επίρρ... νεκροσκοπικώς και ά από νεκροσκοπική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
νεκροσκοπείο — το ο τόπος όπου γίνεται η εξέταση νεκρού, η νεκροσκοπία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεκροσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεκροσκοπία: Νεκροσκοπική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεκροψία — η εξέταση του νεκρού με ανατομική επέμβαση, για τη διαπίστωση των αιτίων του θανάτου, αλλ. νεκροσκοπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)